ἀπολογία — ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc/acc dual ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίᾳ — ἀπολογίαι , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολογία — η η υπεράσπιση από κάποια κατηγορία, η απόκρουση της κατηγορίας: Η απολογία του κατηγορουμένου δεν ήταν πειστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολογίας — ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem acc pl ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαι — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαν — ἀπολογίᾱν , ἀπολογία speech in defence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογιῶν — ἀπολογία speech in defence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίαις — ἀπολογία speech in defence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίη — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολογίης — ἀπολογία speech in defence fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)